Ένα καλοκαίρι λιγότερο;

332

Ανταποκρίσεις από την «πρώτη γραμμή» της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας.

ΜΥΚΟΝΟΣ: Η λάμψη του αυθεντικού

Η βαριά πόρτα του πλοίου άνοιξε με τον γνώριμο μεταλλικό της ήχο. Ξεχύθηκε αυτό το φως, το υπέρλαμπρο φως των Κυκλάδων, και με έλουσε. Αυτό το φως που ανέμενα, θαρρείς και ήμουν μέσα σε ένα τούνελ για μήνες και βρήκα την έξοδο. Σάμπως δεν ήμασταν όλοι μας; Με τύφλωσε, με λύτρωσε. Όρμησε με δύναμη και ο αέρας, αυτός ο αέρας της Μυκόνου, σαν να πάσχιζε να μου βγάλει τη μάσκα. «Έλα!  Έλα αγόρι μου!» μου ψιθύρισε. «Έφτασες! Σε περίμενα…»

Λίγους μήνες πριν, μέσα στην καραντίνα, αυτό το ταξίδι φάνταζε ονειρικό. Παίζαμε ζάρια με την τύχη, θα πάμε, δεν θα πάμε; Όταν έγινε σαφές το «ναι», τέλη Ιουνίου, στο γραφείο μάς κοιτούσαν περίεργα, οι γονείς αναφωνούσαν «μα στη Μύκονο, βρε παιδί μου;», αλλά το «ναι» σπαρταρούσε! Ανεβήκαμε στη μηχανή και σαν κραυγή ελευθερίας μετά από χρόνια εγκλεισμού, με το που πατήσαμε το γκάζι και μας τύφλωσε η λάμψη της θάλασσας, φωνάξαμε με όλη μας τη δύναμη τη γνωστή ιαχή «Μύκονοοοοοοος!».

Και δεν το μετανιώσαμε ποτέ! Δέκα ημέρες ζήσαμε την εμπειρία της αυθεντικής Μυκόνου. Της εφηβείας μας, των παιδικών μας χρόνων. Τη ζήσαμε συνειδητά, απλά, ταπεινά, χωρίς ξενύχτια, κόσμο, χωρίς υπερβολές.  

Στον γιαλό πρωί πρωί να τα πούμε με τους ντόπιους, τις «Μυκονιάτες», τις κυρίες, τις υπερστολισμένες, που κατέβηκαν για τοστάκι, καφέ και την κουβέντα μας. Βουτήξαμε στις απίθανες παραλίες της, χωρίς το στριμωξίδι της «αγίας» ξαπλώστρας. Απολαύσαμε τα ωραία μας φαγητά, παντού. Ήταν όλα λευκά, φρέσκα, γυαλισμένα, έλαμπαν. Στη Δήλο, σχεδόν μόνοι μας, μας μίλησε ο Απόλλων και η Άρτεμις και τους ακούσαμε ίσως για πρώτη φορά… Ο ιός έφερε τα πάνω κάτω στον κόσμο. Στην αγαπημένη μας Μύκονο έδωσε μια λαμπρή ευκαιρία: να επανεξετάσει τον εαυτό της, πιο ανθρώπινα, πιο τίμια, πιο αυθεντικά ελληνικά. – Φίλιππος Φραγκούλης


© Nicolas Economou/NurPhoto/getty images/ideal image

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ: Ραντεβού στην Οία (ξανά και ξανά)

Είναι 5 Ιουλίου. Τα σύνορα έχουν μόλις ανοίξει. Στην Οία, σκόρπιοι καμιά διακοσαριά επισκέπτες –οι περισσότεροι Έλληνες– παρακολουθούν τον ήλιο να σβήνει στο βάθος του Αιγαίου. Επικρατεί σχεδόν απόκοσμη σιωπή. «Πρέπει να ήταν μαγικά», σχολίασε μια φίλη. «Αλλόκοτα», της απάντησα. «Δηλαδή, τι; Θεωρείς καλύτερο να ήταν κρεμασμένοι σαν τα τσαμπιά και να χειροκροτούν τον ήλιο; Πόσο τουριστικό»…

Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο η παρέα τρέχει στις ανηφοριές της Οίας. Αργήσαμε να παρκάρουμε, πλέον το νησί έχει κόσμο, οι περισσότεροι είναι εδώ, στο πολυδιαφημισμένο αξιοθέατο. Πολλοί φορούν μάσκες, όμως διακρίνεις τον ενθουσιασμό στα βλέμματά τους. Φτάνουμε λαχανιασμένοι στη «θέση μας», ενώ ο ήλιος έχει ήδη αγγίξει το νερό. Σε λίγο εξαφανίζεται. Αρκετοί ξεσπούν σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Ακολουθούν κι άλλοι. Αναπάντεχα χειροκροτεί και η φίλη μου. «Μπα; Πώς έτσι;» τη ρωτάω με σαρκαστική διάθεση. Χαμογελάει. «Γιατί… έτσι!» Καθόλου πειστική απάντηση. Δεν επέμεινα.

Αυτή είναι η Οία. Μια μεγάλη ανάγλυφη «αγκαλιά» για ρομαντικούς, για ταξιδιώτες και τουρίστες, για instagramers, για αμετανόητους κυνηγούς της στιγμής που δεν νοιάζονται αν δίπλα τους στέκονται τρεις ή τρεις χιλιάδες. Ένα πολυεθνικό λεφούσι την κατακλύζει κάθε καλοκαίρι για να δει, να φωτογραφίσει και –γιατί όχι;– να χειροκροτήσει το ηλιοβασίλεμα. «Το καλύτερο στον κόσμο». Για πολλούς το μακρινό και πανάκριβο ταξίδι είναι όνειρο ζωής. Χρέος του τόπου να τους υποδεχτεί. Και τιμή του να είναι όλοι εδώ. Κι ας είναι συχνά αμέτρητοι. 

Μπορούμε να συζητήσουμε εξαντλητικά τι κάναμε λάθος με την τουριστική ανάπτυξη, μετατρέποντας τα δημοφιλή νησιά μας σε πυκνοδομημένα χωνευτήρια χωρίς απαραίτητες υποδομές. Να βάλουμε αμέσως μπροστά για να τα ανακουφίσουμε, με σχέδιο για την καθημερινότητα των κατοίκων και την επιβίωση των επιχειρηματιών. Ωστόσο, προσωπικά δεν βρίσκω τίποτα γοητευτικό στις εφήμερες «διορθώσεις» που επιβάλλει ένας ιός ο οποίος θερίζει ζωές και στερεί τη χαρά. Αντιθέτως, αισθάνομαι ανήμπορος. Ραντεβού του χρόνου λοιπόν. Ας ελπίσουμε σε μια Covid-free Σαντορίνη. Στο χέρι μας να γίνει καλύτερη. – Χρήστος Κυριαζής


© Shutterstock,Alkis Konstantinidis/REUTERS

ΣΚΙΑΘΟΣ: Η ευλογία και η κατάρα

Τον Μάιο, όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό στη Σκιάθο (όλοι δηλαδή) θεωρούσαν τον Covid ανοιξιάτικη αναποδιά μόνο. Πίστευαν πως οι καλοκαιρινοί μήνες θα ήταν απαράλλαχτοι: πολλή δουλειά, πολύς κόσμος. Αντιλαμβάνομαι: δεν είδαν την Πανεπιστημίου έρημη, δεν συνειδητοποίησαν πόσο πάγωσε συνολικά η οικονομική δραστηριότητα. Μα σιγά σιγά άρχισαν οι ακυρώσεις από πρακτορεία και ιδιώτες, τα καράβια έρχονταν άδεια, ξενοδοχεία γινόταν γνωστό πως δεν θα ανοίξουν – και εστιατόρια, καταστήματα δώρων, beach bar. Μετά, για λίγο υπήρξε ελπίδα πως έστω για μερικές εβδομάδες η κίνηση θα «βγάλει τα έξοδα». Όχι: οι καλύτερες μέρες του 2020 ήταν σαν τις κακές του 2019. Μαγαζιά άνοιξαν και σε τρεις μέρες έκλεισαν, με ένα σημείωμα «δεν βγαίνει – του χρόνου πάλι…». Εστιατόρια αντί για τρία ή πέντε άτομα προσωπικό λειτούργησαν με έναν σερβιτόρο και δύο στην κουζίνα. Αλλά υπήρξαν επιχειρήσεις που ο ιδιοκτήτης μάζεψε μανίκια, έγινε ο ίδιος σερβιτόρος, ενώ η σύζυγος, τα παιδιά κάλυψαν τις άλλες αναγκαίες θέσεις. Βέβαια: κατάφερα να δω τις Κουκουναριές, την πιο όμορφη ακτή του κόσμου, με λιγότερο κόσμο από όταν πρωτοήρθε η μητέρα μου στο νησί το 1969 – αξέχαστο δώρο. Και πολλοί Σκιαθίτες μαρτυρούν πως φέτος μπόρεσαν να ανακαλύψουν και να ξαναγαπήσουν ως προνομιούχοι κάτοικοι πανέμορφου τόπου το νησί τους. Κολύμπησαν σε παραλίες όπου είχαν από παιδιά να πάνε. Γιατί συνήθως, δουλειά, πολλή δουλειά, μόνο.

Η Σκιάθος δεν πείνασε πολύ στην Κατοχή. Είχε ψάρια, ελαιώνες, κηπευτικά, αντάλλασσε λάδι με σιτηρά από την Εύβοια. Σήμερα οι ελαιώνες δεν καλλιεργούνται, πολλοί έχουν γίνει κήποι ξενοδοχείων… Ο εύφορος μπαξές του νησιού είναι θαμμένος από το 1972, κάτω από τον διάδρομο του αεροδρομίου. Όλα είναι τουρισμός. Πρόοδος, καλύτερη ζωή, ναι. Μα υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που εργαζόταν το καλοκαίρι δίχως ανάσα, σε τρεις δουλειές, πρωί καφετέρια, μεσημέρι beach bar, βράδυ εστιατόριο ή club, οι οποίοι με τα χρήματα «της σεζόν» επιβίωναν τον ήσυχο χειμώνα, πλήρωναν το ενοίκιο, έβαζαν φαγητό στο τραπέζι. Μέχρι να ξεκινήσει πάλι η δουλειά, την άνοιξη. Φέτος, μόνο οι πιο τυχεροί από αυτούς βρήκαν δουλειά, μία μόνο, και αυτή για λίγο… Πώς θα βγάλουν τον χειμώνα φέτος; Χωρίς ελαιώνες; – Βαγγέλης Προβιάς

ΡΟΔΟΣ: Το καλοκαίρι που δεν ήρθε ποτέ

Μπορεί το καλοκαίρι ημερολογιακά να βαίνει προς το τέλος του, αλλά μην το πείτε σε κάποιον Ροδίτη, δεν θα σας κοιτάξει καλά. Το καλοκαίρι στη Ρόδο αρχίζει την άνοιξη, λίγο πριν από το Πάσχα, και σβήνει αργά, πολύ αργά μέσα στον Νοέμβριο: ο ήλιος λάμπει, η ζέστη κρατάει, η θάλασσα σε περιμένει, οι τουρίστες κυκλοφορούν ακόμα στους δρόμους έξω από το σπίτι σου. Όλα αυτά είναι αναπόσπαστα κομμάτια της καλοκαιρινής συνθήκης στη Ρόδο, αλλά δεν ισχύουν για το φετινό καλοκαίρι. Γιατί υπάρχουν στιγμές που έχω την αίσθηση ότι φέτος το καλοκαίρι δεν ξεκίνησε ποτέ. 

Γιατί ας σκεφτούμε τι σημαίνει καλοκαίρι: ανέμελες εκδρομές, διακοπές, βραδινές έξοδοι, συναντήσεις με φίλους, παρέες, φλερτ, με λίγα λόγια ο ορισμός της εξωστρέφειας. Στη ουσία του το καλοκαίρι είναι μια επανασύνδεση με τον εαυτό σου και τον κόσμο, αλλά τώρα ξαφνικά σου λένε (η πραγματικότητα το προτάσσει, δηλαδή) ότι αυτή η επανασύνδεση δεν είναι εφικτή. Αντίθετα, προκρίνεται η κοινωνική αποστασιοποίηση, η απομάκρυνση του ενός από τον άλλο, είναι σαν να βγάζουμε από το καλοκαίρι την ίδια του την ψυχή. Στη θέση της ανεμελιάς, της διασκέδασης, της αθωότητας, τα επιφυλακτικά βλέμματα πάνω από τις μάσκες. Αναρωτιέμαι: μπορεί να είναι αυτό καλοκαίρι;

Και το καλοκαίρι στη Ρόδο δεν είναι state of mind, είναι μια πραγματικότητα απόλυτα συνυφασμένη με τη ζωή της πόλης και ολόκληρου του νησιού. Είναι σαν κάθε άνοιξη να βγαίνουμε από τη χειμερία μας νάρκη. Ναι, υπάρχουν στιγμές εκεί κοντά στον Οκτώβριο που θέλουμε την ησυχία μας, δεν θέλουμε άλλη πολυκοσμία, δεν αντέχουμε την ηχορύπανση, την κίνηση στους δρόμους, βγαίνει μια κούραση, είναι φυσικό. Αλλά φέτος συνειδητοποιώ ότι, σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, ο τουρισμός είναι μια πραγματικότητα που πολλές φορές σε ξεπερνάει. Είναι ωραίο να ζεις σε ένα μέρος που ο άλλος έχει έρθει αποφασισμένος να περάσει ωραία, και αυτό πολλές φορές σε παρασύρει κι εσένα, είναι σαν να κάνεις κι εσύ διακοπές. Ο ιός έβαλε ένα απότομο φρένο σε όλα αυτά και από αυτή την άποψη θα ήθελα να θυμάμαι τους προηγούμενους αλλόκοτους μήνες σαν μια περίεργη παρένθεση που θα κλείσει σύντομα. – Χρίστος Μαλιαράκης

Πηγή: kathimerini.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ