Πόσοι από εμάς ξέρουμε τι σημαίνει η ονομασία “Λάρισα” και πόσα γνωρίζουμε για την ιστορία της;

22520

Της Φανής Γιαννιώτη

Είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Άλλοι την γνωρίζουν ως την πρωτεύουσα του Θεσσαλικού κάμπου, άλλοι ως την πρωτεύουσα του καφέ και άλλοι απλά ως “Σούζα το αλογάκι” για την ομάδα της φυσικά την ΑΕΛ.

Οι Λαρισαίοι πάλι την αγαπούν για όλα τα παραπάνω, αλλά και για πολλά άλλα που οι υπόλοιποι ανά την Ελλάδα δεν γνωρίζουν ότι διαθέτει όπως τα πολλά χιλιόμετρα παραλίας!

Άραγε όμως από που προέρχεται η ονομασία Λάρισα και τι σημαίνει; Πόσα γνωρίζουμε για την ιστορία της και τα μνημεία της;

Πόσοι από εμάς ξέρουμε ότι στην οδό Λαπιθών στο υπόγειο πολυκατοικίας βρίσκεται τμήμα τείχους και τετράγωνος οχυρωματικός πύργος που ανήκει πιθανότατα στην ανακαίνιση της εποχής του Ιουστινιανού;

Προέλευση και ετυμολογία ονόματος

Το όνομα της Λάρισας είναι προελληνικό πελασγικής προέλευσης και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο και σημαίνει ισχυρά οχυρωμένος λόφος ή ακρόπολη, το όνομα αυτό είχε και η ακρόπολη του Άργους. Επίσης σύμφωνα με τη μυθολογία η πόλη της Λάρισας χτίστηκε στην πελασγική περίοδο από τον ήρωα Λάρισο, γιο του Πελασγού.

Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η νύμφη Λάρισα παίζοντας με τη μπάλα της δίπλα στον Πηνειό γλίστρησε και πνίγηκε στα νερά του και από αυτή πήρε το όνομα της η πόλη. Η Λάρισα, κατά τη μυθολογία, ήταν σύζυγος του Ποσειδώνα και μητέρα του Αχαιού, του Φθία και του Πελασγού ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κόρη του Πελασγού.

Μακριά από τους θρύλους και τις παραδόσεις για την όμορφη νύμφη οι ειδικοί στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν την ονομασία της πόλης θεωρούν ότι αυτή προήλθε από αλλού και δόθηκε κατ’ευφημισμό, μιας και ο χαμηλός γήλοφoς του Φρουρίου με τίποτα δεν ταιριάζει στη σημασία της λέξης Λάρισα, δηλαδή αυτής της λίθινης ακρόπολης ή οχυρού.

Ιστορία

Η Λάρισα είναι πανάρχαια πόλη και κατοικείται εδώ και σχεδόν 4.000 χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι η περιοχή της Λάρισας κατοικείτο κατά την Παλαιολιθική περίοδο. Την εξουσία της πόλης μέχρι το τέλος της κυριαρχίας των Μακεδόνων κατείχαν οι Θεσσαλοί Αλευάδες. Κατά τους χρόνους των Περσικών πολέμων οι κάτοικοί της εμήδισαν και πολέμησαν εναντίον των άλλων Ελλήνων στο πλευρό των ξένων επιδρομέων. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου μάχονταν στο πλευρό των Αθηναίων. Η Λάρισα είχε κόψει νόμισμα και αρκετά αρχαία κέρματα έχουν διασωθεί. Στη Λάρισα έζησε και πέθανε, περίπου στην ηλικία των ενενήντα χρόνων, ο Πατέρας της Ιατρικής, ο Ιπποκράτης, ο οποίος τάφηκε κάπου μεταξύ Γυρτώνης, Τυρνάβου και Λαρίσης.

Μακεδονική και Ρωμαϊκή περίοδος

Τον 4ο αιώνα π.Χ. η Λάρισα με τη βοήθεια δυνάμεων από την Κεντρική Ελλάδα πολέμησε με την πόλη Φάρσαλο για να διατηρήσει την δύναμη της και την νίκησε. Ωστόσο ο πόλεμος αυτός εξουθένωσε τους στρατιώτες της, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αμυνθούν στην εισβολή των Μακεδόνων υπό τον Φίλιππο Β΄ το 344 π.Χ. Η πόλη ήταν υποταγμένη στους Μακεδόνες από το 344-196 π.Χ. περίοδο κατά την οποία είχε οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα. Κατά την ελληνιστική εποχή, Λαρισαίοι ιππείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου (είχαν ικανή φήμη τότε) ίδρυσαν την Λάρισα στην Συρία και την Λάρισα στην Αραβία.

Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη. Κατά την Ρωμαϊκή Κυριαρχία η Λάρισα γνώρισε μια σύντομη περίοδο ακμής. Το 2ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν τα Ελευθέρια, μια πανθεσσαλική γιορτή προς τιμήν του Ελευθερίου Διός, τα οποία περιελάμβαναν ιππικούς αγώνες καθώς και φιλολογικούς, χορευτικούς, γυμνικούς, μουσικούς αγώνες. Με την συγκρότηση μεγάλων ιδιοκτησιών γης των Ρωμαίων στη Θεσσαλία, υποβαθμίστηκε ο θεσμός του κοινού των Θεσσαλών και ακολούθησε μια περίοδος παρακμής για την Λάρισα. Υπήρξε μείωση του πληθυσμού της και η ζωή των κατοίκων δυσκόλεψε. Ωστόσο, η Λάρισα καταφέρνει να ξεπεράσει την κρίση με μετοικήσεις πληθυσμών από τις γύρω πόλεις ενώ παράλληλα απελευθερώθηκαν δούλοι.

Βυζαντινή περίοδος

Μετέπειτα η πόλη περιήλθε στο Βυζάντιο και σε όλους αυτούς τους αιώνες δέχτηκε αλλεπάλληλες επιδρομές. Στα τέλη του 6ου αιώνα υπήρξε μια μεγάλη περίοδος ταραχών και αναστατώσεων, κατά την οποία οι πόλεις της Θεσσαλίας παύουν να αναφέρονται στις πηγές. Το φαινόμενο αυτό δημιουργήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από τις βαρβαρικές επιδρομές.

Σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας κατά την διάρκεια των επιδρομών τους, τα οποία με την κατάλληλη πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων εκχριστιανίστηκαν και ενσωματώθηκαν στο ντόπιο πληθυσμό. Για να αντιμετωπιστούν νέοι κίνδυνοι, έγινε διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους με τη Θεσσαλία να ανήκει πλέον στο Θέμα Ελλάδος. Η Λάρισα αποτέλεσε την πρωτεύουσα του Θέματος για κάποια διαστήματα, κυρίως την εποχή των Βουλγαρικών πολέμων. Η Θεσσαλία απειλήθηκε από τις επιδρομές των Βουλγάρων (τέλη 10ου αιώνα) υπό τον τσάρο Σαμουήλ, οι οποίες οποίες κορυφώθηκαν με την κατάληψη της Λάρισας το 982 μ.Χ. μετά από τρίχρονη πολιορκία. Την ίδια περίοδο μεταφέρθηκαν τα λείψανα του Αγίου Αχιλλίου από τη Λάρισα στην Πρέσπα, όπου κτίσθηκε ναός προς τιμή του.

Μετά την ήττα των Βουλγάρων το 966 μ.Χ. από τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό στη μάχη του Σπερχειού. Ακολούθησε μια εποχή ειρήνης και αναδιοργάνωσης του Βυζαντίου από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’, ο οποίος φρόντισε για την ανόρθωση των κατεστραμμένων φρουρίων της Θεσσαλίας.

Την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1082-1118 μ.Χ.), οι Νορμανδοί με ηγεμόνα τον Βοημούνδο, λεηλάτησαν την περιοχή και πολιόρκησαν για μεγάλο διάστημα τη Λάρισα, αλλά οι επιθέσεις τους αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς με την εκστρατεία του Αλεξίου το 1083 μ.Χ.

Τον 12ο αιώνα αρχίζει η διάσπαση της κεντρικής οργάνωσης του κράτους και η εμφάνιση μικρών περιφερειών με διάφορα ονόματα. Το σύστημα αυτό διαδόθηκε στη Θεσσαλία, η οποία έχοντας τεράστιες πεδινές εκτάσεις προκάλεσε το ενδιαφέρον των ισχυρών της εποχής.

Οθωμανική περίοδος

Το φρούριο Μπεζεστένι

Η παρακμή που επικράτησε το 14ο αιώνα διευκόλυνε την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας με διάφορους Έλληνες και ξένους δυνάστες να εκμεταλλεύονται οικονομικά μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού. Η οθωμανική κυριαρχία συνέβαλε στο μαρασμό της ήδη παρηκμασμένης οικονομίας, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μετακινηθεί προς τα ορεινά για μεγαλύτερη ασφάλεια, μακριά από την οθωμανική εξουσία. Το 1881 η Θεσσαλία ελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό και προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Μέχρι την προσάρτηση της Θεσσαλίας η πόλη έφερε το όνομα Γενί Σεχίρ Φενερί, σε αντιδιαστολή με τη Γενί Σεχίρ Εγιαλετή που αποτελούσε το όνομα της ευρύτερης περιοχής, περίπου του σημερινού νομού.

Σύγχρονη ιστορία

Στην πόλη της Λάρισας και στις γειτονικές περιοχές εγκαταστάθηκε τεράστιος πληθυσμός προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, την Μικρά Ασία, την Καππαδοκία και τον Πόντο με αποτέλεσμα την δημιουργία νέων γειτονιών σε διαστάσεις μικρών πόλεων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων το 1941.

Αξιοθέατα – Πολιτιστικοί χώροι

Στην πόλη υπάρχουν πολλά σημαντικά μνημεία της αρχαιότητας, της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου. Στο κομμάτι του ιστορικού κέντρου που περιλαμβάνει την ευρύτερη περιοχή από τον λόφο του Φρουρίου εως και την κεντρική πλατεία και από την πλατεία Λαού μέχρι το ποτάμι, βρίσκεται ένα τμήμα της παλιάς Λάρισας, κυρίως της παλιάς αγοράς, με παλαιά κτήρια που στεγάζουν εμπορικά καταστήματα, ταβέρνες και καφέ-μπαρ. Σε αυτό το κομμάτι της πόλης βρίσκονται συγκεντρωμένα τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της. Ο λόφος του Φρουρίου είναι ο χώρος στον οποίο έχουν βρεθεί οι πρώτες ενδείξεις κατοίκησης της πόλης από τη νεολιθική ακόμα περίοδο και ο οποίος αποτέλεσε την αρχαία ακρόπολη της πόλης. Κατά την βυζαντινή περίοδο ήταν το θρησκευτικό κέντρο και κατά την οθωμανική, εμπορικό και αμυντικό κέντρο. Σήμερα σώζονται τα εξής μνημεία: Α’ Αρχαίο θέατρο, Τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική, Παλαιοχριστιανικό λουτρό, Μεσοβυζαντινός ναός, Μπεζεστένι. Επίσης ευρήματα από την αρχαία ακρόπολη της Λάρισας έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στον λόφο. Στην βόρεια πλευρά του λόφου σε σημείο με θέα προς το ποτάμι και την βόρεια πλευρά της πόλης, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αχιλλείου, πολιούχου της Λάρισας.

Αρχαία μνημεία

  • Α΄ Αρχαίο θέατρο Λάρισας. Χτισμένο τον 3ο αιώνα π.Χ., στη νότια πλευρά του λόφου Φρούριο, όπου κατά την αρχαιότητα δέσποζε η οχυρωμένη ακρόπολη της πόλης, είναι ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα θέατρα της περιόδου. Εκτός από τη χρήση του για ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων χρησιμοποιήθηκε και για τις συνελεύσεις του κοινού των Θεσσαλών. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο μετατράπηκε σε αρένα, και έγινε μεταφορά των θεατρικών δρώμενων της πόλης στο Β΄ Αρχαίο θέατρο. Οι ανασκαφές το έφεραν στην επιφάνεια στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το Α’ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας οικοδομήθηκε το α’ μισό του 3ου αι. π.Χ. στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά με προσανατολισμό προς την αρχαία αγορά στο σημείο των σημερινών περίπου πλατειών Κεντρικής και Ταχυδρομείου. Στο Αρχαίο Θέατρο πραγματοποιούνταν λατρευτικές εκδηλώσεις, θεατρικά έργα, μουσικά δρώμενα, ωδικοί αγώνες και πολιτικές εκδηλώσεις που σχετίζονται με το κορυφαίο διοικητικό όργανο της πόλης, το Κοινό των Θεσσαλών. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις και επιγραφές φέρεται σε κάποιο χώρο κοντά στο θέατρο να υπήρχε το ιερό του Διόνυσου. Το μνημείο έχει τα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού θεάτρου με τα τρία βασικά στοιχεία: κοίλο, ορχήστρα, σκηνή. Κοίλο του αρχαίου θεάτρου αποτελούσε η πλαγιά του λόφου «Φρούριο». Ένας διάδρομος, το διάζωμα, για την διακίνηση των θεατών χωρίζει το κοίλο σε δύο τμήματα, το κυρίως θέατρο και το επιθέατρο. Το Α΄ Αρχαίο Θέατρο αποτελεί μεγαλοπρεπές οικοδόμημα και υπολογίζεται πως είχε χωρητικότητα περίπου 12.000 θεατών. 
  • Β΄ Αρχαίο θέατρο Λάρισας. Πρόκειται για το θέατρο που αντικατέστησε το Α΄ Αρχαίο θέατρο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Είναι κτισμένο στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου Πευκάκια, που όμως δεν υπάρχει σήμερα λόγω ισοπέδωσής του λόφου το 1950 για πολεοδομικούς λόγους. Η ανακάλυψή του έγινε το 1978 κατά τη διάρκεια εκσκαφής για ανέγερση οικοδομής. Οι αρχαιολόγοι το ανέσκαψαν οριστικά το 1985 -1986 και έφεραν στο φως τη σκηνή, την ορχήστρα, το κοίλο, καθώς και τη δεξιά πάροδο και τμήμα της αριστερής. Το κοίλο του θεάτρου χωρίζεται με δεκατέσσερις κλίμακες σε δεκατρείς κερκίδες. Δύο σειρές εδωλίων αντιστοιχούν σε κάθε κερκίδα. Στο υπόλοιπο τμήμα του υπήρχαν τοποθετημένα ικρία. Η διάμετρος της ορχήστρας υπολογίζεται σε 29,70 μ. Από τις τρεις βαθμίδες σώζεται η βάση και η κατώτερη βαθμίδα. Στα νότια της έχει αποκαλυφθεί μαρμάρινος κυβόλιθος, ενώ τα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν για τα εδώλια και τις κλίμακες του κοίλου αποτελούνται από χρησιμοποιημένο οικοδομικό υλικό παλιότερου κτιρίου. Εικάζεται πως το Β΄ Αρχαίο Θέατρο εξυπηρετούσε συγκεκριμένες πολιτιστικές ανάγκες των Λαρισαίων πολιτών και αποτελεί τον ιδανικό χώρο για το ανέβασμα ποιοτικών καλλιτεχνικών δρωμένων, όπως το 1987 που ανέβηκε η τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Ακολούθησαν παραστάσεις του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας, όπως οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου (1992) και ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή (2004). Λόγω οικονομικής δυσπραγίας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η μαρμάρωσή του και συνεπώς το κοίλον διαθέτει μόνο δύο σειρές μαρμάρινων εδωλίων.
  • Αναθηματική στήλη Ποσειδώνα. Το μνημείο του Ποσειδώνα βρίσκεται στη συμβολή των οδών Δήμητρας και Νίκης. Αποκαλύφθηκε όρθιο στην αρχική του θέση το καλοκαίρι του 1955, μετά από μικρή ανασκαφή που διεξήγαγε ο αρχαιολόγος Νίκος Βερδελής. Πρόκειται για αναθηματική στήλη από λευκό μάρμαρο με διαστάσεις, ύψους 2,63 μ. και πλάτους 0,50 μ. Η στήλη στεφανώνεται από αέτωμα. Ήταν στερεωμένη μέσα σε ορθογώνια μαρμάρινη πλίνθο, η οποία στηριζόταν σε λίθινο υπόβαθρο. Στο μέσο της περίπου είναι χαραγμένη η τρίστιχη επιγραφή: «Ποτείδωνι Κρανναίωι Πυλαίωι» (η κρήνη, στην αχαϊκή – αιολική διάλεκτο στην οποία είναι χαραγμένη η επιγραφή, λέγεται κράν(ν)α, λέξη από την οποία προέρχεται το επίθετο Κρανναίος). Η στήλη χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι.π.Χ. και με αυτή οι Θεσσαλοί τίμησαν τον Ποσειδώνα ως θεό των πηγαίων υδάτων. Το 2010 αποφασίστηκε, λόγω της μεγάλης αξίας του μνημείου, αυτό να μεταφερθεί σε μουσειακό χώρο και στη θέση του να τοποθετηθεί ακριβές αντίγραφο μαζί με πινακίδες με πληροφορίες τόσο για το ίδιο όσο και για την ανασκαφή του και ευρύτερα την περιοχή.

Βυζαντινά Μνημεία

Μωσαϊκά της βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου
  • Βασιλική Αγίου Αχιλλίου, η βασιλική αυτή βρίσκεται στον λόφο του Φρουρίου. Πιθανολογείται πως πρόκειται για την πρώτη εκκλησία της πόλης, αφιερωμένη στον πολιούχο Άγιο Αχίλλειο (ή Αχίλλιο), πρώτο μητροπολίτη της πόλης. Χτίστηκε τον 6ο μ.Χ. αιώνα, πάνω σε τάφο που ανήκει στον Άγιο Αχίλλειο και υπάρχει ακόμη. Σήμερα διατηρείται μόνο στο επίπεδο της θεμελίωσης, Ο νάρθηκας κοσμείται με βυζαντινό ψηφιδωτό δάπεδο.
  • Παλαιοχριστιανικά λουτρά (βαλανεία), έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης. Σε καλή διατήρηση βρίσκονται αυτά στην πλατεία Μπλάνα και στην πλατεία Λαμπρούλη.
    • Το Λουτρό της πλατείας Μπλάνα χρονολογείται στον 5ο αι. μ.Χ. Διέθετε τρεις χώρους και φαίνεται να σχετίζεται με το εκκλησιαστικό συγκρότημα της βασιλικής της οδού Κύπρου, λόγω του μεγέθους του και της γειτνίασής του με αυτήν. Θεωρείται πιθανό πως σταμάτησε να λειτουργεί μετά την ολοκλήρωση της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης.
    • Το Λουτρό της πλατείας Λαμπρούλη πιθανώς εντάσσεται σε κτιριακό συγκρότημα που σχετίζεται με τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου, καθώς βρίσκεται στα βορειοανατολικά της. Ήταν μικρό λουτρό με δύο χώρους, χρονολογούμενο στον 6ο αι. μ.Χ. 
  • Βυζαντινός ναός. Μονόχωρος με περίστωο ναός, κτισμένος στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Από τη βασιλική προέρχεται τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου, βάσεις και κορμοί κιόνων από τις κιονοστοιχίες της. Ο ναός διατηρείται στο επίπεδο σχεδόν των θεμελίων με υπολείμματα δαπέδων από πήλινες πλάκες στο εσωτερικό των κογχών του Ιερού Βήματος. Στην κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε άφθονο αρχαίο υλικό. Εκτεταμένο νεκροταφείο από κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς καλυβίτες τάφους αποκαλύφθηκε μέσα και γύρω από το ναό. Στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική γωνία του περιστώου ήταν ενσωματωμένα δύο καμαρωτά οστεοφυλάκια, από τα οποία διατηρείται το νότιο. Ο αρχικός μονόχωρος ναΐσκος χρονολογείται στον 10ο αι., ενώ η προσθήκη του περιστώου στον 12ο αι. Βυζαντινά νεκροταφεία εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της σημερινής πόλης, όπως στο κέντρο και στις παρυφές της, στη συνοικία Ταμπάκικα, στην οδό Αεροδρομίου, στην οδό Νικηταρά και στη συνοικία Ιπποκράτη.
  • Ιουστινιάνεια οχύρωση. Η οχύρωση αυτή, εποχής αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αιώνας π.Χ.), περιέκλειε μικρή έκταση γύρω από το λόφο του Φρουρίου και μικρή έκταση στα νότια μέχρι και τη σημερινή Κεντρική Πλατεία. Πρόκειται για ισχυρή οχύρωση, από τείχος (πάχ. 2,20-2,40μ.) και προτείχισμα (πάχ. 1μ.), ενισχυμένα με πύργους. Μεταξύ του τείχους και του προτειχίσματος παρεμβάλλεται τάφρος, πλάτους 15μ. Τμήματά της έχουν έρθει στο φως μετά από σωστικές ανασκαφές των τελευταίων χρόνων και βρίσκονται σε διάφορα σημεία του κέντρου της πόλης.
    • Στην Πλατεία Αγαμέμνονα Μπλάνα, όπου μετά από ανασκαφές για τη δημιουργία υπόγειου χώρου στάθμευσης αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της οχύρωσης μήκους 30 μέτρων μαζί με λουτρό της ίδιας εποχής, τα οποία ανέβηκαν στη στάθμη της σημερινής πόλης και ενσωματώθηκαν στην πλατεία. Τα ευρήματα μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια εικόνα για την ανατολική οχύρωση της πόλης στην παλαιοχριστιανική περίοδο, καθώς το τείχος τοποθετήθηκε αυτούσιο με τους πύργους και το προτείχισμα που το περιέβαλε.
    • Στην οδό Λαπιθών όπου στο υπόγειο πολυκατοικίας βρίσκεται τμήμα του τείχους και τετράγωνος οχυρωματικός πύργος που προστέθηκε σε δεύτερη φάση για ενίσχυσή του και ανήκει πιθανότατα στην ανακαίνιση της εποχής του Ιουστινιανού. Το τείχος δεν είναι ορατό, αλλά υπάρχει ενημερωτική πινακίδα στην είσοδο της πολυκατοικίας.
  • Στην συμβολή των οδών Δήμητρας και Νίκης όπου ήρθε στο φως μεγάλο τμήμα από το προτείχισμα, καθώς και τμήμα ρωμαϊκού δρόμου πιθανόν τμήμα cardo (κάθετου οδικού άξονα) του ρωμαϊκού πολεοδομικού ιστού, παράλληλου προς τον άξονα που σχηματίζουν οι σημερινές οδοί Δήμητρας, Ερμού και Ρούσβελτ. Κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ρωμαϊκού δρόμου αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα που ανήκουν σε μία στοά, τμήματα τεσσάρων οικιών που χτίστηκαν στα μέσα του 5ου αι. στον χώρο της στοάς, ενώ ο δρόμος εξακολουθούσε να είναι σε χρήση και το περιτείχισμα της ιουστινιάνειας οχύρωσης της Λάρισας. Τα ευρήματα συνιστούν τμήμα μιας γειτονιάς από τις ανατολικές συνοικίες της Λάρισας, στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης. Η στοά έχει μήκος 18,80 μ. και πλάτος 5 μ. η στέγη της στηριζόταν σε κιονοστοιχία από την οποία διατηρούνται οι τρεις λιθόκτιστες υποθεμελιώσεις των βάσεων των κιόνων. Χρονολογείται στον 4ο αι. μ. Χ. Το περιτείχισμα της ιουστινιάνειας οχύρωσης σώζεται σε μήκος 18 μ., πάχος 1,10 μ. και ύψος από 0,60 μ. – 0,90 μ. Στα μέσα του 6ου αι. οι οικίες εγκαταλείπονται καθώς από το σημείο αυτό διέρχεται η νέα – ιουστινιάνεια – οχύρωση και συγκεκριμένα το προτείχισμα αυτής. Ο δρόμος και τα σπίτια σταδιακά καλύπτονται με επιχώσεις. Το 12ο αι. εκτός του τειχισμένου χώρου ανεγείρονται σπίτια, όπως υποδηλώνεται από τμήμα μεσοβυζαντινής οικίας δίπλα στο δρόμο. 
    • Στην οδό Αλεξάνδρου Παπαναστασίου όπου αναδείχθηκαν υπολείμματα του τείχους της Λάρισας στα θεμέλια πολυκαταστήματος στην Κεντρική Πλατεία. Πρόκειται για τμήμα ευθύγραμμου τείχους και τους δύο ορθογώνιους πύργους της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης της Λάρισας που αποκαλύφθηκαν στην ανατολική και στη δυτική πλευρά του οικοπέδου επί της οδού Παπαναστασίου 52 και της Κύπρου και φτάνει συνολικά στα είκοσι ένα μέτρα ενώ έχει πλάτος πάνω από δύο μέτρα διατηρημένο σε πολύ χαμηλό ύψος. Τα ευρήματα θεωρούνται ίδιας εποχής και μέρος του ίδιου συνόλου, με αυτά που βρέθηκαν στο υπέδαφος της πλατείας Αγαμέμνονα Μπλάνα.
  • Κεντρική δεξαμενή Λάρισας του 3ου αιώνα μ.Χ. Αποκαλύφθηκε το 2003 στην οδό Μανωλάκη της Λάρισας, στο υπόγειο μιας οικοδομής κατά τις ανασκαφές. Αποτελούσε την κεντρική δεξαμενή της Λάρισας κατά την ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Οι διαστάσεις της είναι 20 με 33 μέτρα και η χωρητικότητα της 2.350 κ.μ., περίπου. Χρησίμευε για τον καθαρισμό του νερού στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή. Το μέγεθός της και η χωρητικότητά της την κατατάσσουν ανάμεσα στα μεγάλα δημόσια κοινωφελή έργα που υλοποιήθηκαν στη Λάρισα κατά την όψιμη ρωμαϊκή περίοδο και συνέβαλαν αναμφίβολα στην ανάδειξή της σε πρωτεύουσα της Επαρχίας Θεσσαλίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (285-305). Αποτελείται από τρεις καμαροσκεπείς ορθογώνιους χώρους, μέγιστου ύψους 6μ., που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω στενών τοξωτών ανοιγμάτων. Πρόκειται για ιδιαίτερο οικοδόμημα που χαρακτηρίζεται από την τήρηση των αναλογιών και την επιμέλεια της κατασκευής. Οι ισχυροί τοίχοι του κτιρίου είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή που ενισχύεται από ζώνες πλινθοδομής. Στην πρόσοψή της διαμορφώνεται το πολυτελές νυμφαίο με τις ορθογώνιες και ημικυκλικές κόγχες που χρησίμευαν για την τοποθέτηση αγαλμάτων τα οποία σχετίζονταν με την φύση και το νερό. Η πρόσοψη της δεξαμενής και το νυμφαίο έφεραν επένδυση από μαρμάρινες πλάκες λευκού και πράσινου χρώματος, οι οποίες αποκολλήθηκαν επιμελώς μετά από την καταστροφή και εγκατάλειψη του κτιρίου. 

Με πληροφορίες από wikipedia και μέρος των φωτογραφιών από την σελίδα του 7ου Γυμνασίου Λάρισας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ