Γιώργος Ζιάκας: Τα 50 χρόνια καριέρας ενός κορυφαίου σκηνογράφου

895

Ο κορυφαίος σκηνογράφος του ελληνικού θεάτρου κάνει μια αναδρομή στην καριέρα του με τα μάτια του να λάμπουν, όπως λάμπουν και όλων όσοι έχουν δουλέψει μαζί του και μιλούν γι’ αυτόν, στον μισό αιώνα που έχει κρατήσει αυτή η περιπέτεια.

Αργυρώ Μποζώνη/Lifo.gr

Όταν γνώρισα τον Γιώργο Ζιάκα, πριν πολλά χρόνια, ήταν ήδη κορυφαίος σκηνογράφος στο ελληνικό θέατρο. Θυμάμαι, είχα πάει μια φορά στο σπίτι που έμενε τότε, στα Εξάρχεια, όταν έκανε στο Θέατρο Τέχνης τα «Ραβδιά των τυφλών» του Ρίτσου με τον Μ. Κουγιουμτζή, και κοίταζα με θαυμασμό και ζήλια γύρω μου, ένα σπίτι με καταπληκτικά αντικείμενα, σχέδια και μακέτες σε τρομερή τάξη, ένας ολόκληρος κόσμος που ήταν και παραμένει για μένα απλώς μαγικός, φτιαγμένος από ένα ασήμαντο κομματάκι πανί, από μια πινελιά.

Είναι μια σπουδαία περίπτωση ο Γιώργος Ζιάκας στην ελληνική σκηνογραφία, σε αυτή την ξεχωριστή εικαστική σκηνή, τη δύσκολη, του εφαρμοσμένου. Ένας πρωτοπόρος, βαθύς γνώστης του θεάτρου, άνθρωπος με καλό γούστο και κοφτερή ματιά, που έχει το ταλέντο να μεταμορφώνει το ευτελές σε πολύτιμο μπροστά στα μάτια των θεατών, να κάνει τα σκοινιά κοσμήματα και τις κουνουπιέρες αριστουργηματικές αναγεννησιακές γυναικείες τουαλέτες. Θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο η παράδοση, η λαϊκή τέχνη από όλη την Ελλάδα, έμπαινε μέσα στα θεατρικά κοστούμια.

«Η σκηνογραφία, έλεγα στους μαθητές μου στην Καλών Τεχνών, είναι ένα γοητευτικό παιχνίδι σχημάτων, όγκου και χρώματος. Επιλέγεις και παίρνεις μέρος. Μπαίνεις μέσα στο μαγικό κουτί της μακέτας, που είναι η υπό κλίμακα σκηνή του κάθε θεάτρου, και έχεις την ελευθερία να δημιουργείς κόσμους φανταστικούς και πραγματικούς με σκοπό την εικαστική ερμηνεία του έργου».

Θυμάμαι τα σανδάλια από έναν λαϊκό τεχνίτη από τη Ζάκυνθο, καταπληκτικά, χειροποίητα, που δεν μπορούσες να μην κολλήσεις και να μην τα κοιτάζεις και που τα θυμάσαι ακόμα και αν έχεις ξεχάσει την παράσταση. Ο Γιώργος έψαχνε μέσα από παράταιρα αντικείμενα που του άρεσαν τα υλικά του κόσμου του, δίνοντας πνοή στην όψη του θεάτρου, με μια φόρμα που είδαμε για πρώτη φορά όταν όλα ήταν πρωτόγνωρα και η παράδοση δεν είχε γίνει τάση.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γιώργος Ζιάκας: «Για χρόνια στο θέατρο πήγαινα με κοστούμι και γραβάτα»
Όταν τέλειωσα το σχολείο και είπα στον πατέρα μου «θα πάω στην Καλών Τεχνών», μου είπε «παιδί μου, θα πεθάνεις στην ψάθα». Και του είπα «μπαμπά, θα γίνω καθηγητής». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Όλα τα χρόνια που δούλευα στο θέατρο, μιλούσαμε συχνά, αλλά και ακούγαμε από τους ηθοποιούς τους οποίους αγαπούσε, για τον τρόπο με τον οποίο ντυνόταν και φερόταν, πάντα με μοσχοβολιστό πουκάμισο και σακάκι, και πώς μέσα στο χάος του θεάτρου κατάφερνε και ήταν ατσαλάκωτος, ήρεμος, ημερώνοντας τους γύρω του. Οι άνθρωποι που τίμησε στα πενήντα χρόνια της καριέρας του, όλοι όσοι δούλευαν στο θέατρο, όλοι αυτοί που είναι πίσω από μια παράσταση, τεχνίτες και τεχνικοί που δούλεψαν μαζί του, κατασκευαστές, μοδίστρες, ζωγράφοι σκηνικών, έβγαζαν τον καλύτερό τους εαυτό δίπλα του. Τον λάτρευαν, όπως οι μαθητές του στην Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε 21 χρόνια. Όταν συναντάμε νέους σκηνογράφους, τον αποκαλούν δάσκαλο.

Πριν λίγες εβδομάδες, όταν πήγαμε να κάνουμε ρεπορτάζ στην έκθεση για τις «Μήδειες», τοποθετούσαν στη βιτρίνα ένα κοστούμι του από τη «Μήδεια» του Στούρουα στην Επίδαυρο, αυτό του Ιάσονα. Το ρούχο, ένα λευκό μακρύ μακραμέ, ήταν άφθαστης τέχνης και τεχνικής. Φόρεσα γάντια και παρακάλεσα την επιμελήτρια Ερατώ Κουτσουδάκη να με αφήσει να το πιάσω.

Από την πρώτη δουλειά του που είδα στις «Ικέτιδες», όταν ήμουν πολύ νέα, μέχρι τα ρούχα στις ταινίες του Αγγελόπουλου και τα καταπληκτικά τοπία που ζωγραφίζει, λιόδεντρα και όψεις του κάμπου, απεικονίζοντας ξανά και ξανά το πέρασμα του χρόνου και των εποχών, αυτός ο προσηλωμένος, προικισμένος καλλιτέχνης δεν σταματά να εκπλήσσει όποιον σκύβει πάνω στο έργο του. Μελετώντας τον τόμο με όλη του την εργογραφία, ένα εκπληκτικό αρχείο της δουλειάς του, με σχέδια, φωτογραφίες και μακέτες, με σκηνές από ταινίες −μια μεγάλη και πυκνή αφήγηση της εργασίας και της συμβολής του στην ελληνική σκηνογραφία− αντιλαμβάνεσαι μια πολύ πλούσια και δημιουργική διαδρομή.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γιώργος Ζιάκας: «Για χρόνια στο θέατρο πήγαινα με κοστούμι και γραβάτα»
Όταν πήγαμε να τον συναντήσουμε, σε ένα σπίτι με παραδεισένιο κήπο, σε ένα περιβάλλον φτιαγμένο με αγάπη και γούστο και γνώση, χωρίς τίποτα το προσποιητό, τα μάτια του έλαμπαν όταν μιλούσε για τους ανθρώπους του θεάτρου. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Όταν πήγαμε να τον συναντήσουμε, σε ένα σπίτι με παραδεισένιο κήπο, σε ένα περιβάλλον φτιαγμένο με αγάπη και γούστο και γνώση, χωρίς τίποτα το προσποιητό, τα μάτια του έλαμπαν όταν μιλούσε για τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως λάμπουν και όλων όσοι έχουν δουλέψει μαζί του και μιλούν γι’ αυτόν, στον μισό αιώνα που έχει κρατήσει αυτή η περιπέτεια.

• Γεννήθηκα στο Συκούριο της Λάρισας το 1940. Ο πατέρας μου είχε φορτηγό, η μάνα μου ασχολιόταν με το σπίτι και τα παιδιά της, εμένα και τα δυο μου αδέλφια, τον Ντίνο και τη Δέσποινα. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, μετακομίσαμε στη Λάρισα. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό. Η Λάρισα ήταν υπέροχη εκείνη την εποχή. Έβγαινες το βράδυ έξω, ενώ είχε σαράντα βαθμούς το μεσημέρι, και έπρεπε να πάρεις μια ζακετούλα. Έμπαζε ο Όλυμπος ένα ψυχρό αεράκι. Την αγαπώ τη Λάρισα, κι ας είναι γεμάτη πολυκατοικίες σήμερα, είναι μια συναισθηματική αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.

• Έμεινα εκεί μέχρι τα 18, πήγαινα σε δημόσιο σχολείο και στις δυο τελευταίες τάξεις  πήγα στο ιδιωτικό του Μπόκαρη. Εκεί έκανα τους φίλους μου που έμειναν για όλη μου τη ζωή. Στην εποχή τη δική μας ήμασταν έξω συνέχεια, τέλειωνε το σχολείο, βγάζαμε τα παπούτσια και τα ξαναβάζαμε Σεπτέμβριο. Ξυποληταρία μέσα στην πόλη, εκτός αν πηγαίναμε στην πλατεία που φορούσαμε τις ελβιέλες, είχαν και μια τρύπα γιατί μεγάλωνε το πόδι.

• Όταν πήγαινα σχολείο ζωγράφιζα, όπως όλα τα παιδιά, καλύτερα από τα αδέλφια μου, και ήθελα να γίνω ζωγράφος. Η λαϊκή τάξη στην οποία ανήκαμε δεν είχε ανησυχίες να επιβάλλουν οι γονείς στα παιδιά τους να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι.

• Όταν τέλειωσα το σχολείο και είπα στον πατέρα μου «θα πάω στην Καλών Τεχνών»,  μου είπε «παιδί μου, θα πεθάνεις στην ψάθα». Και του είπα «μπαμπά, θα γίνω καθηγητής. Όπως ο Γιούλης, ο παιδικός μου φίλος, θα είναι μαθηματικός, εγώ θα γίνω καθηγητής ζωγραφικής». Εκεί ηρέμησαν. Όταν έγινα καθηγητής στο Πολυτεχνείο, το έζησε ο πατέρας μου και ευχαριστήθηκε πολύ.

ΕΠΕΞ Γιώργος Ζιάκας
Ικέτιδες ΘΟΚ σκηνοθεσία Νίκος Χαραλάμπους.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ