Παναγία Βελίκας: Ένας “θησαυρός” του 12ου αιώνα στα παράλια της Λάρισας – Από τις αρχαιότερες βυζαντινές εκκλησίες

1271

Στη δυτική άκρη του οικισμού και δίπλα στο δρόμο για τη Σωτηρίτσα βρίσκεται ο μοναδικός βυζαντινός ναός της περιοχής, που σώθηκε ακέραιος από τον 12ο αιώνα. Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος ναός και διαθέτει τοιχογραφίες του 16ου αιώνα στο ιερό.

Ο γνωστός ως «Παναγία Βελίκα» ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί
ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία του Όρους των Κελλίων και παρουσιάσθηκε
για πρώτη φορά γύρω στο 1970 από τον Ν. Νικονάνο. Η εκκλησία είναι κτισμένη σε
ομαλή πλαγιά, στις παρυφές της πεδιάδας του Αγιόκαμπου, κοντά στο ρέμα Βελίκα..
Η μαρτυρούμενη ύπαρξη προ ετών γύρω από το ναό ερειπίων σημαίνει ίσως ότι
αρχικά και αυτός ήταν καθολικό μικρού μοναστηριού.

Ο Ναός εορτάζει την 23η Αυγούστου, ημέρα της αποδόσεως της εορτής Κοιμήσεως της Θεοτόκου γνωστής και ως τα εννιάμερα της Παναγίας.

Ο ναός της Παναγίας είναι μονόχωρος δρομικός με εξωτερικές διαστάσεις 4.90
Χ 7.50 περίπου μ. και τρίπλευρη κόγχη ιερού. Καλυπτόταν με ελαφρά οξυκόρυφο θόλο
ενισχυμένο από ένα σφενδόνιο, το οποίο βαίνει σε ποδαρικά. Οι τοίχοι του μνημείου,
οι οποίοι βαίνουν σε ψηλή σχετικά κρηπίδα, είναι κτισμένοι από αργούς λίθους
μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς σειρές πλίνθων και
στους κατακόρυφους οριζόντια τοποθετημένες πλίνθοι και πλινθία, σε μια διάταξη
που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς πλινθοπερίκλειστου
συστήματος δομής. Ορισμένα τμήματα των όψεων είναι κτισμένα από αμιγή
οπτοπλινθοδομή κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Η δυτική και οι
πλάγιες όψεις του ναού είναι διαρθρωμένες με αβαθή τυφλά αψιδώματα με διπλή
υποχώρηση, ένα στη δυτική και ανά δύο στη βόρεια και στη νότια, τα τόξα και οι
παραστάδες των οποίων είναι εξ ολοκλήρου από πλίνθους. Τα αψιδώματα
περιβάλλονται από απλή πλίνθινη ταινία εκτός από εκείνα της νότιας πλευράς, τα
οποία περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία. Τα γείσα του ναού είναι πλίνθινα διπλά
οδοντωτά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γύρισμα των οριζόντιων γείσων των
πλαγίων πλευρών και στα άκρα της δυτικής και της ανατολικής όψης του κτηρίου.
Στην κόγχη του ιερού, κάτω από το γείσο υπάρχει κεραμικός διάκοσμος μορφής
ζωφόρου με εν σειρά διατεταγμένους στυλίσκους. Κεραμικός διάκοσμος, και
συγκεκριμένα ταινία βαθμιδωτού κοσμήματος, υπάρχει σε τμήμα της νότιας όψης,
ενώ το αέτωμα της ανατολικής όψης κοσμεί πλίνθινος σταυρός. Η είσοδος στο ναό
γινόταν από μια φαρδιά θύρα που ανοιγόταν στο μέσον του δυτικού του τοίχου. Ο
φωτισμός του γινόταν από πέντε δίλοβα παράθυρα, που ανοίγονται ανά ένα στην
κόγχη του ιερού και στα τύμπανα των τυφλών αψιδωμάτων των πλαγίων όψεων. Στα
παράθυρα των πλαγίων όψεων ο διαχωρισμός των λοβών γινόταν με πλίνθινους
πεσσίσκους. Σπάραγμα μαρμαροθετήματος καλής τέχνης που εντοπίσθηκε κατά τη
διάρκεια πρόσφατων εργασιών στερέωσης και εντοιχίσθηκε στη δυτική όψη του ναού
προέρχεται ίσως από το αρχικό του δάπεδο.

Το μνημείο, το οποίο παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης
Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και έχει σωστά συνδεθεί με την αρχιτεκτονική της
Μακεδονίας έχει χρονολογηθεί από τον Ν. Νικονάνο στα μέσα ή στο δεύτερο ήμισυ
του 12ου αιώνα. Ο Γ. Βελένης έχει διατυπώσει την άποψη ότι η χρονολόγηση του
μνημείου θα μπορούσε να κατέβει ως και τις αρχές του 13ου αιώνα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ